- γαλλισμός
- ο галлицизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαλλισμός — ο 1. η μίμηση γαλλικών τρόπων και συνηθειών 2. το να είναι κανείς φίλος τής Γαλλίας και τών Γάλλων 3. χαρακτηριστικός ιδιωματισμός τής γαλλικής γλώσσας 4. η χρησιμοποίηση τρόπων έκφρασης τής Γαλλικής σε μια ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γάλλος +… … Dictionary of Greek
γαλλισμός — ο 1. η μίμηση του γαλλικού τρόπου ζωής. 2. ιδιωματισμός της γαλλικής γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εβραϊσμός — ο 1. το να μιμείται κάποιος τους Εβραίους στους τρόπους, τα ήθη, να μιλάει τη γλώσσα τους, να τους συμπαθεί. 2. ιδιωματισμός της εβραϊκής γλώσσας (πρβλ. γαλλισμός). 3. το σύνολο των Εβραίων (πρβλ. ελληνισμός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)